μεθοδικός

μεθοδικός
η , ό[ν]
1) методичный, методический, систематический; 2) методический, относящийся к методике (обучения и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μεθοδικός" в других словарях:

  • μεθοδικός — going to work by rule masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικός — ή, ό (Α μεθοδικός, ή, όν) [μέθοδος] αυτός που κάνει κάτι με μέθοδο, αυτός που εργάζεται ή ενεργεί με μέθοδο, ο συστηματικός («μεθοδικός ερευνητής») νεοελλ. μσν. (για πράγματα) αυτός που γίνεται με μέθοδο, με σύστημα («μεθοδική εργασία») αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μεθοδικός — ή, ό αυτός που γίνεται με μέθοδο, ο συστηματικός: Κάνει πάντα μεθοδική έρευνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεθοδικά — μεθοδικός going to work by rule neut nom/voc/acc pl μεθοδικά̱ , μεθοδικός going to work by rule fem nom/voc/acc dual μεθοδικά̱ , μεθοδικός going to work by rule fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικώτερον — μεθοδικός going to work by rule adverbial comp μεθοδικός going to work by rule masc acc comp sg μεθοδικός going to work by rule neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικῶν — μεθοδικός going to work by rule fem gen pl μεθοδικός going to work by rule masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικόν — μεθοδικός going to work by rule masc acc sg μεθοδικός going to work by rule neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικαῖς — μεθοδικός going to work by rule fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικοῖς — μεθοδικός going to work by rule masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικοί — μεθοδικός going to work by rule masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικοῦ — μεθοδικός going to work by rule masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»